- λεϊτνεριώδη
- ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο το είδος Leitneria floridana.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leitneriales < leitneria < νεολατ. leitneria < E.F. Leitner, επώνυμο Αμερικανού βοτανολόγου τού 19ου αιώνα].
Dictionary of Greek. 2013.